- παιάν,-ᾶνος
- ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 15,25paean, battle cry
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Paean — PAEAN, ánis, Gr. Παιὰν, άνος, ein Beynamen des Apollo. Er hat solchen, nach einigen, von παίειν, in so fern es heilen heißt; Eustath. ap. Voss. Etymol. in lambus, p. 300. b. weil nämlich Apollo auch ein Gott der Arzeney war. In so fern es aber so … Gründliches mythologisches Lexikon
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] … Dictionary of Greek
παιανίας — παιανίας, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κατάλ. ίας (πρβ. παρθεν ίας)] … Dictionary of Greek
παιανίτις — παιανῑτις, ίτιδος, ἡ, και παιανίτης, ου, ὁ (ΑΜ) είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
παιανογράφος — παιανογράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιάνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + γράφος*] … Dictionary of Greek
παιανόκροτος — παιανόκροτος, ον (Μ) φρ. «παιανόκροτα φθέγματα» τα λόγια που ακούγονται μαζί με ήχους παιάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κρότος] … Dictionary of Greek
τριτοπαιών — ῶνος, ὁ, Μ (μετρ.) ο τρίτος πα ιών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + παιών, αττ. ιων. τ. τού παιάν, ᾶνος] … Dictionary of Greek